- Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε
- (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο - Primo vere - καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της λογοτεχνικής και κοσμικής ζωής της πρωτεύουσας. Oι έρωτες, οι μονομαχίες, οι δίκες, τα χρέη ήταν οι πρώτες μορφές με τις οποίες ο Ν. εκδήλωσε το ωραιοπαθές ιδεώδες της απαράμιλλης ζωής του ως ποιητή, προνομιούχου όντος, που οικοδομούσε τη ζωή του σύμφωνα με δικούς του ανθρώπινους και ηθικούς νόμους. Τα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη στάθηκαν σημαντικά στην πορεία του Ν., γιατί σημάδεψαν τη συνειδητοποίηση των κλίσεών του. Οι πνευματικές αξίες του ευρωπαϊκού ντεκαντατισμού επέβαλλαν την οριστική επικράτησή τους στον ποιητικό χώρο του Ν., ενώ άρχιζε να παίρνει μορφή η ωραιοπαθής εκείνη στάση του ποιητή απέναντι στη ζωή, η προορισμένη να δέχεται τον θαυμασμό - μέσω της λογοτεχνίας αλλά και έξω από αυτήν - της ιταλικής αστικής τάξης· και ο ντανουντσιανισμός αυτός ήταν ο ντεκανταντισμός των επιγόνων, που κατέληγε στην εκτράχυνση της ηδυπάθειας, στην αβρότατη αλλά εξωτερική λατρεία της λέξης. Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητάς του και της τέχνης του γίνονταν εντονότερα με το πέρασμα των χρόνων, και σε αυτό βοηθούσε και - κατά κάποιον τρόπο - το δικαιολογούσε η ανακάλυψη του Νίτσε από τον ποιητή και της ιδεολογίας του υπεράνθρωπου, ιδιαίτερα στα μυθιστορήματα· μετά το Ιωάννης Επίσκοπος (1891) και Ο Αθώος (1892) - που τα χαρακτήριζε, κατά τους τρόπους έκφρασης της πιο ερωτικής και φιλάρεσκης γαλλικής νατουραλιστικής πεζογραφίας, ένα είδος ερωτοτροπίας προς τη ντοστογεφσκικής και τολστοϊκής προέλευσης αγνότητα και καλοσύνη. Ακολούθησαν Ο θρίαμβος του θανάτου (1894), Οι παρθένες των βράχων (1896), Η φωτιά (1900), διαφορετικές εκφράσεις των ακατόρθωτων επιδιώξεων του υπεράνθρωπου, στην πολιτική, στην τέχνη, στην ηθική. Στις τραγωδίες του (Η νεκρή πόλη, 1898· Η Τζοκόντα, 1898· Η δόξα, 1899· Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι, 1902· Ο λύχνος κάτω από το μόδιο, 1905· Περισσότερο από τον έρωτα, 1906· Το πλοίο, 1908· Φαίδρα, 1909). ο Ν. είχε την τάση να δίνει τα θέματα του τιτανικού μεγαλείου, του εθνικισμού, της ηρωικής ηθικής, στη μορφή ενός θεάτρου αγνού και μεγαλειώδους (σχεδόν «μια ιεροτελεστία κι ένα μήνυμα») έχοντας πάντα στον νου του το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τις πρόσφατες συμβολιστικές και βαγκνερικές εμπειρίες, που είχαν όμως βαρύνει από την κραυγαλέα προσπάθεια να δώσει ζωή σε ασυνήθιστα περιεχόμενα. Στα ποιήματά του, τέλος - Το παραδείσιο ποίημα (1893), σε συμβολιστικούς και σκοτεινούς τόνους, Μάια (1903), Ηλέκτρα (1904), Αλκυόνη (1904), Μερόπη (1912) (που αποτελούν τα βιβλία των Εγκωμίων του ουρανού, της θάλασσας, της γης και των ηρώων - η ικανότητα του Ν., σε ό,τι αφορά τη μορφή, φτάνει ίσως στο αποκορύφωμά της. Τα Εγκώμια γράφτηκαν ένα μέρος τους στη Νάπολη και ένα μέρος στην έπαυλη Λα Καποντσίνα στο Σεντινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, όπου ο ποιητής έζησε πολλά χρόνια με την Ελεονόρα Ντούζε, την οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το 1910, όταν, κυνηγημένος από τα χρέη, αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία. Εκεί έγραψε στα γαλλικά: Το Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού (1911), Η Πιζανέλα ή ο αρωματισμένος θάνατος (1912), Παριζίνα (1913), που ανεβάστηκαν στη σκηνή με μουσική του Ντεμπισί το πρώτο, του Πιτσέτι και του Μασκάνι τα άλλα. Το 1914 δέχτηκε να γράψει τους διαλόγους για την ταινία Καμπίρια. Ο καλύτερος Ν. πρέπει ίσως ν’ αναζητηθεί σε δύο προηγούμενα έργα του: το δράμα Η κόρη του Γιόριο (1904), που εκφράζει, σε μια επιτυχημένη και γρήγορη διαδοχή γεγονότων, βίαια πάθη και απλά αισθήματα ενός ποιμενικού κόσμου της περιοχής των Αβρουζίων, περισσότερο μυθικού παρά πραγματικού, και το βιβλίο Αλκυόνη. Σε αυτό, η ειλικρινής εγκατάλειψη του Ν. στις εντυπώσεις του και η ευχαρίστηση που νιώθει να τις μεταφέρει σε εικόνες και λόγια, συνοδεύεται με τη μελαγχολία εκείνη που θα δώσει τον τόνο στις λυρικές και αυτοβιογραφικές πρόζες της τελευταίας περιόδου της παραγωγής του και που αρχίζει ήδη να διαγράφεται στην Ενατένιση του θανάτου (1913) και στη Λήδα χωρίς κύκνο (1916). Από τη Γαλλία, ο Ν. επέστρεψε στην Ιταλία με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου για να ταχτεί επικεφαλής των οπαδών της συμμετοχής στον πόλεμο και ο λόγος, που εκφώνησε στο Κουάρτο, στις 5 Μαΐου 1915, συντέλεσε πολύ στην είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Από το σημείο αυτό άρχισε η πολιτική δράση του Ν. που μετά τον πόλεμο (στη διάρκεια του οποίου ο ποιητής επιχείρησε τολμηρά εγχειρήματα, όπως η πτήση πάνω από τη Βιέννη τον Αύγουστο του 1918 και η ναυτική επιχείρηση του Μπούκαρι) κατέληξε στη φασιστική ιδεολογία και πολιτική και κορυφώθηκε με την κατάληψη του Φιούμε (Σεπτέμβριος 1919-Ιανουάριος 1920). Μετά το εγχείρημα αυτό, η ζωή του Ν. έκλινε, παρά τα φαινόμενα, ολοένα και καθαρότερα προς την παρακμή και τη μοναξιά. Σε αυτήν την περίοδο της μελαγχολίας, της απομόνωσης, των πικρών και δύσκολων σχέσεων με τον εαυτό του και με τον κόσμο, ανήκουν μερικές από τις πιο στοχαστικές εκδηλώσεις της τέχνης του Ν., από το Νυχτερινό (1921) έως τις Εκατό κι εκατό κι εκατό κι εκατό σελίδες του μυστικού βιβλίου του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο που θέλησε να πεθάνει (1935). Το 1924 του απονεμήθηκε ο τίτλος του πρίγκιπα του Μοντενεβόζο και το 1937 έγινε πρόεδρος της Ιταλικής Ακαδημίας.
Ο Ιταλός ποιητής και πεζογράφος Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, σε φωτογραφία του 1910.
Dictionary of Greek. 2013.